- Κυπριακῶν
- Κυπριακόςfem gen plΚυπριακόςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Cypriot presidential election, 2008 — Cyprus This article is part of the series: Politics and government of Cyprus Constitution Cyprus dispute … Wikipedia
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
Γρίβας, Γεώργιος — (Τρίκωμο Κύπρου 1898 – 1974). Στρατιωτικός και πολιτικός. Το 1919 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως ανθυπολοχαγός. Πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία και το 1923 προβιβάστηκε στον βαθμό του υπολοχαγού. Φοίτησε στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού,… … Dictionary of Greek
Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης — (Metropolitan Museum). Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1870 και περιελάμβανε αρχικά μόνο λίγα έργα, κυρίως Ολλανδών και Φλαμανδών καλλιτεχνών καθώς και τη συλλογή κυπριακών αρχαιοτήτων του Τσεσνόλα. Αργότερα, ιδιαίτερα τον 20ό αι. το μουσείο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λεβέντειο Δημοτικό Λευκωσίας (Κύπρου) — Στεγάζεται σε ένα μεγάλο αρχοντικό που χτίστηκε το 1892 (Ιπποκράτους 17, Λαϊκή Γειτονιά Λευκωσίας). Αγοράστηκε το 1983 από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, για να μετατραπεί σε ιστορικό μουσείο. Το ίδρυμα ανέλαβε τα έξοδα συντήρησής του, ενώ ο δήμος… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε … Dictionary of Greek